Μια από τις θεμελιώδεις υποθέσεις εργασίας των οικονομικών επιστημών από την εποχή του Adam Smith είναι ο homo economicus, η ιδέα δηλαδή ότι ο καθένας από εμάς σκέπτεται και δρα ορθολογικά, αισθάνεται νηφάλια, και επιλέγει με αλάθητο κριτήριο το συμφέρον του. Στα πανεπιστημιακά βιβλία των οικονομολόγων ο homo economicus διαθέτει την σκέψη ενός Αϊνστάιν, τη μνήμη ενός υπερυπολογιστή και τη δύναμη της θέλησης ενός Μαχάτμα Γκάντι.
Φυσικά, όπως γνωρίζουμε, οι πραγματικοί άνθρωποι δεν είναι καθόλου έτσι. Η ονομαζόμενη «συμπεριφορική οικονομία» (behavioral economics) επιχειρεί, μέσα από την ενσωμάτωση της έρευνας των κοινωνικών επιστημών, της ανθρωπολογίας, της ψυχολογίας και των νευροεπιστημών, να αναθεωρήσει το σώμα της παραδοσιακής οικονομικής επιστήμης και να ερμηνεύσει με πιο ρεαλιστικό τρόπο την οικονομική συμπεριφορά του ατελούς, συχνά αφελούς, και εν πολλοίς – και επαναλαμβανομένοις - αμαρτίαις περιπεσσομένου homo sapiens.
Ο Richard H. Thaler, ένας από τους θεμελιωτές της συμπεριφορικής οικονομίας, μαζί με τον Cass R. Sunstein, κορυφαίο νομικό, εξέδωσαν πρόσφατα ένα βιβλίο με τίτλο Nudge, Improving Decisions about health, wealth and happiness (Yale University Press, 2008), στο οποίο εξετάζουν τις ανθρώπινες επιλογές και προτιμήσεις.
Οι συγγραφείς ενδιαφέρονται για τον τρόπο με τον οποίο ένα σύγχρονο, δημοκρατικό κράτος, μπορεί να επηρεάσει τις επιλογές των πολιτών προς το καλύτερο – ειδικά όταν οι πολίτες δεν είναι απολύτως βέβαιοι για το τι θέλουν.
Οι Thaler και Sunstein δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει μια «ουδέτερη αρχιτεκτονική». Ο οποιοσδήποτε τρόπος παρουσίασης των επιλογών επηρεάζει αναπόφευκτα εκείνον που πρέπει να πάρει την απόφαση. Για παράδειγμα, όλοι οι τρόποι παρουσίασης μιας επιλογής έχουν μια προκαθορισμένη προεπιλογή η οποία είναι, συνήθως, η πιο συχνά επιλεγμένη αφού – όπως λένε οι συγγραφείς του βιβλίου – δεν πρέπει να υποτιμάται ποτέ η ανθρώπινη αδράνεια.
Συνεπώς, αν οι ιδιωτικοί οργανισμοί ή το κράτος πιστεύουν ότι μια συγκεκριμένη πολιτική θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα, τότε μπορούν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα θέτοντας την πολιτική αυτή ως προκαθορισμένη επιλογή (default choice).
Η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής των επιλογών υπογραμμίζει τη μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη θεώρηση ενός homo economicus και ενός homo sapiens. Σύμφωνα με την παραδοσιακή οικονομική θεωρία, ο homo economicus επηρεάζεται από κίνητρα. Για παράδειγμα, αν το κράτος φορολογεί τα τσιγάρα αυτοί αγοράζουν λιγότερα τσιγάρα. Η αποτυχία της υψηλής φορολόγησης στο να αποτρέψει τους ανθρώπους να καπνίζουν είναι ολοφάνερη στη χώρα μας. Οι συγγραφείς, εμπνεόμενοι από την συμπεριφορική οικονομία, παρατηρούν ότι οι πραγματικοί άνθρωποι θα κόψουν τελικά το κάπνισμα μόνον εφ’ όσον οι ίδιοι θέλουν – και πιστεύουν ότι θα πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι να επιλέγουν αν θα καπνίζουν ή όχι. Ωστόσο, με δεδομένο την ιατρική γνώση ότι το κάπνισμα προξενεί καρκίνο, το κράτος μπορεί να «παρακινήσει» τους πολίτες που καπνίζουν να κόψουν την κακή συνήθεια σχεδιάζοντας τις επιλογές τους έτσι ώστε, π.χ. στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που πληρώνουν να παραγοντοποιείται το γεγονός ότι καπνίζουν, και άρα να πληρώνουν περισσότερο.
Η διαφοροποίησή τους έγκειται στην εφαρμογή της αρχιτεκτονικών των επιλογών ώστε να εγγυάται η ελευθερία των επιλογών αυτών.
Ως παράδειγμα φέρουν μερικές τυπικές κακές συνήθειες. Αν οι άνθρωποι θέλουν να καπνίζουν, ή να τρώνε καραμέλες, ή να επιλέγουν ένα ακατάλληλο πρόγραμμα υγείας, ή να μην αποταμιεύουν για τη σύνταξή τους, οι φιλελεύθεροι πατερναλιστές οφείλουν να μην τους αναγκάζουν να κάνουν διαφορετικά, ή να τους δημιουργούν δυσκολίες. Οι αρχιτέκτονες επιλογών στην περίπτωση αυτή ενσυνείδητα παρακινούν (όθεν «nudge») τους ανθρώπους προς κατευθύνσεις που θα κάνουν τη ζωή τους καλύτερη. Αυτό γίνεται χωρίς να απαγορεύονται οι άλλες επιλογές ή να τροποποιούνται σημαντικά τα οικονομικά τους κίνητρα. Οι «παρακινήσεις» τις οποίες προτείνουν οι συγγραφείς δεν είναι νόμοι αλλά παρεμβάσεις οι οποίες μπορούν να αποφεύγονται εύκολα. Ως παράδειγμα παρακίνησης αναφέρουν το να βάζει κανείς τα φρούτα σε σημείο που να φαίνονται καλύτερα από τα γλυκά, σε ένα εστιατόριο για τους εργαζόμενους μιας εταιρίας. Δεν είναι παρακίνηση η απαγόρευση του πρόχειρου φαγητού.
Αν και η απαισιοδοξία είναι ένα συναίσθημα που συνήθως επαληθεύεται στη χώρα μας, θα ήθελα παρ’ όλα αυτά να ελπίζω πως ιδέες όπως αυτές που προβλημάτισαν τους συγγραφείς του Nudge θα αρχίσουν, σιγά-σιγά, να περνούν και στη συνείδηση των Ελλήνων φορολογουμένων πολιτών. Ίσως, η ευκρινώς διαφαινόμενες πλέον καταρρεύσεις του συστήματος υγείας, του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και του συστήματος κοινωνικής ασφάλειας, όσο επώδυνες κι αν αποβούν, αποδείξουν πέραν πάσης εθελοτυφλίας την αποτυχία του κρατικού πατερναλισμού. Ίσως μια μέρα – γιατί όχι – απαιτήσουμε να επιλέγουμε πώς ξοδεύονται από το κράτος τα χρήματα που εμείς με τόσο κόπο βγάζουμε.
No comments:
Post a Comment