Saturday, January 2, 2010

Ο Τρίτος Πολιτισμός

Το 1959 ο Βρετανός επιστήμονας και μυθιστοριογράφος Τσάρλς Πέρσυ Σνόου (Charles Percy Snow) έδωσε μια διάλεξη με τίτλο «Οι δύο πολιτισμοί και η επιστημονική επανάσταση», στην οποία επισήμανε το πελώριο χάσμα ανάμεσα στις ανθρωπιστικές σπουδές και τις θετικές επιστήμες. Για παράδειγμα, οι περισσότεροι «λογοτεχνικοί διανοούμενοι» των φιλολογικών και κοινωνιολογικών σχολών αγνοούν τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, ενώ ελάχιστοι επιστήμονες έχουν διαβάσει τον Σαίξπηρ. Οι μεν, έχοντες άγνοια της επιστημονικής ερμηνείας του φυσικού κόσμου βλέπουν το σύμπαν με τα μάτια του νεολιθικού ανθρώπου, οι δε θεωρούν τη λογοτεχνία ως αισθητικό παλιμπαιδισμό. Η διχοτόμηση αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στα media, έναν χώρο τον οποίο καθορίζουν κατά κανόνα στελέχη που προέρχονται κυρίως από τις ανθρωπιστικές σπουδές. Η επιστήμη προσεγγίζεται συνήθως με δυσπιστία και εξορίζεται στις πίσω σελίδες του ρεπορτάζ. Στην καλύτερη περίπτωση παρουσιάζεται ως αξιοπερίεργο, ως ένας μάγος που βγάζει πού και πού κάποιο κουνέλι από ένα καπέλο. Έχω συναντήσει πολλούς επιστήμονες στην καριέρα μου που αρνούνται κατηγορηματικά να μιλήσουν σε δημοσιογράφους διότι απογοητεύονται από τον τρόπο με τον οποίο καταλήγει να παρουσιάζεται η δουλειά τους στα media. Στο τέλος, ο τελικός αποδέκτης, δηλαδή η κοινωνία, καλείται να διαμορφώσει γνώμη για σημαντικά θέματα με ελάχιστη κατανόηση της επιστήμης – ή ακόμα και ερήμην της επιστήμης - και άρα με γνώσεις ελλιπείς και κριτήρια σχετικιστικά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η σύγχυση για την κλιματική αλλαγή, τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, τα πειράματα σε ζώα, την πανδημία γρίπης, κλπ., κλπ.

Η σημαντικότερη αιτία αυτής της πολιτισμικής διχοτόμησης είναι, χωρίς αμφιβολία, η γλώσσα. Ήδη από την εποχή του μεσοπολέμου ο Κύκλος της Βιέννης είχε επισημάνει το πρόβλημα. Μετά τον πόλεμο, σημαντικοί επιστήμονες όπως ο Χάιζεμπεργκ, ο Σρόντιγκερ κι ο Αϊνστάιν, έγραψαν βιβλία όπου εκλαΐκευαν την επιστήμη που στόχο είχαν να την επανακαταστήσουν ως στοιχείο του καθημερινού πολιτισμού. Σήμερα, το παράδειγμά τους ακολουθούν ένας πλήθος επιστημόνων και από τις δύο όχθες του Ατλαντικού, οι οποίοι όχι μόνον γράφουν εκλαϊκευτικά βιβλία αλλά και συμμετέχουν σε δημόσιους διαλόγους για την επιστήμη. Υπάρχει εν εξελίξει ένας «Τρίτος Πολιτισμός» στον οποίο το χάσμα γεφυρώνεται μέσα από τη σύνθεση επιστημονικών αφηγήσεων που εξηγούν και διαφωτίζουν με ανθρωπιστικό και ανθρωποκεντρικό τρόπο πτυχές του φυσικού μας κόσμου. Άλλωστε η αφήγηση, κεντρικό γαρ στοιχείο των ανθρωπιστικών σπουδών, αποτελούσε πάντα και στοιχείο των επιστημών - αν και η αναγνώρισή του ως τέτοιο έγινε σχετικά πρόσφατα. Οι επιστήμονες πάντα έλεγαν κάποια ιστορία. Η εξελικτική θεωρία είναι μία αφήγηση χωρίς τέλος, που ξεκινά από τότε που υπήρχαν στον πλανήτη μας άβουλα μόνον μεγαλομόρια, που μια μέρα συνέθεσαν τους πρώτους μονοκύτταρους οργανισμούς και ύστερα από πολλές περιπέτειες έφεραν στον κόσμο τον άνθρωπο. Η γεωλογία εξιστορεί τον σχηματισμό των ηπείρων εξηγώντας έτσι τη σύνθεσή τους, τη μορφολογία τους, κι ένα πλήθος φαινομένων όπως οι εκρήξεις ηφαιστείων και οι σεισμοί. Η κοσμολογία εξυφαίνει μια ακόμα μεγαλύτερη σε διάρκεια και εύρος ιστορία, για το πώς προέκυψε ο πολύπλοκος διάκοσμος των αστέρων και των γαλαξιών από μία καυτή σούπα ενέργειας πριν 14 δισεκατομμύρια χρόνια.

Η επιστήμη μπορεί να διαβαστεί σαν ένα μυθιστόρημα, ωστόσο τα μυθιστορήματα δεν είναι επιστήμη και η επιστήμη δεν είναι ένα μυθιστόρημα. Αν ήταν ένα και το αυτό, δεν θα είχαμε ούτε αεροπλάνα, ούτε τηλέφωνα, ούτε αντιβιοτικά. Η Γη θα έμοιαζε με όποιον τρόπο θέλαμε να μοιάζει· επίπεδη, σφαιρική, σαν κουλουράκι· και τα πουλιά, κάπου-κάπου, θα μιλούσαν με ανθρώπινη φωνή και θα προφήτευαν το μέλλον. Θα ζούσαμε μέσα στη φαντασία κάποιου «δημιουργού», χωρίς προκαθορισμένους φυσικούς νόμους, όπου τα θαύματα θα βρίσκονταν στην ημερησία διάταξη. Ευτυχώς, η εμπειρία μας λέει ότι δεν συμβαίνουν όλα αυτά. Υπάρχει μια «αντικειμενική» πραγματικότητα εκεί «έξω», την οποία ανακαλύπτουμε μέσω της επιστημονικής-πειραματικής μεθόδου, αλλά κατανοούμε και αφομοιώνουμε μέσω της τέχνης της αφήγησης.

Αυτό που διαχωρίζει την ποιότητα των λογοτεχνικών και επιστημονικών αφηγήσεων είναι το πείραμα. Βέβαια, οι καλοί λογοτέχνες είναι κι αυτοί πειραματιστές, με τρόπο όμως διαφορετικό από τους επιστήμονες. Η λογοτεχνία γίνεται πιστευτή δίχως την ανάγκη να αποδείξει την αντικειμενικότητά της. Απλά φανταστείτε ανθρώπους να φεύγουν από το θέατρο απογοητευμένοι επειδή οι ηθοποιοί δεν ήταν εκείνοι που προσποιούνταν ότι ήταν μέσα στο έργο. Η αναστολή της δυσπιστίας που απολαμβάνει ένα καλό μυθιστόρημα, ή ένα καλό θεατρικό έργο, δεν χαρίζεται ποτέ σε μια επιστημονική θεωρία. Στην επιστήμη η δυσπιστία βρίσκεται επίκεντρο της επιστημονικής μεθόδου. Ο Πόπερ έχει προτείνει ότι οι επιστημονικές θεωρίες πρέπει να είναι διαψεύσιμες για να τους επιτρέπεται να φέρουν επάξια το όνομά τους. Τα μυθιστορήματα δεν χρειάζεται να είναι έτσι. Δεν μπορείτε να αποδείξετε ότι ο Δον Κιχώτης δεν υπήρξε ποτέ ένας «πραγματικός άνθρωπος» - αλλά, ευτυχώς, δεν χρειάζεται.

Ωστόσο συγγραφείς και οι επιστήμονες, ανήκοντες στο ίδιο ζωικό είδος, με εγκεφάλους καλωδιωμένους παρόμοια και υποκείμενους στα όρια που θέτουν οι αισθήσεις, μοιράζονται πολλά. Πάνω από όλα, μοιράζονται την ίδια μέθοδο αφήγησης. Και τα μυθιστορήματα και οι επιστημονικές θεωρίες προχωρούν μέσα από διαδοχικές υποθέσεις, αποτυχίες, επαγωγές και διαισθήσεις. Στο τέλος ωστόσο, ένας συγγραφέας παίρνει το Νόμπελ επειδή είπε ωραία ψέματα που αποκάλυψαν μια εσωτερική αλήθεια, ενώ ένας επιστήμονας επειδή είπε αλήθειες που έριξαν λίγο ακόμα φως στα τρίσβαθα της συλλογικής μας άγνοιας. Και ο ένας και ο άλλος είναι εξίσου σημαντικοί για να κάνει η ανθρωπότητα παρακάτω βήματα. Για αυτό το λόγο, ο τρίτος πολιτισμός οφείλει να είναι το ζητούμενο σε μια τεχνολογική δημοκρατία πολιτών του 21ου αιώνα, και οι ένθεν κακείθεν κείμενοι του πολιτιστικού χάσματος οφείλουμε να μάθουμε ο ένας από τον άλλον.

Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ ΙΔΕΩΝ στις 1.1.10